- διαφώτιση
- η (AM διαφώτισις)διευκρίνηση, διασάφησηνεοελλ.διαφωτισμόςμσν.φώτιση («ιδού με την διαφώτισιν τού νου να καταπιάνης να βρης πολλές τες μαστοριές», Μαρίνος Φαλιέρος).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαφώτιση — η 1. η αποσαφήνιση, η αποκάλυψη της αλήθειας: Η διαφώτιση του λαού γίνεται από τα μέσα ενημέρωσης. 2. ο διαφωτισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεράμυνα — Η οργάνωση των πολεμικών μέσων και των πολιτών μιας χώρας, με αντικειμενικό σκοπό την εξουδετέρωση της εχθρικής απειλής που εκδηλώνεται από τον αέρα. Η α. είναι ενεργή και παθητική. Την ενεργή συγκροτούν τα αεροπλάνα αναχαίτισης των εχθρικών, τα… … Dictionary of Greek
διαφωτιστικός — ή, ό ο ικανός ή κατάλληλος για διαφώτιση … Dictionary of Greek
κατατόπιση — η [κατατοπίζω] 1. κατατοπισμός, καθοδήγηση, προσανατολισμός 2. μτφ. διαφώτιση, πληροφόρηση, ενημέρωση … Dictionary of Greek
κυστικέρκωση — Παρασιτική ασθένεια του ανθρώπου αλλά και διαφόρων ζώων της ομάδας των κεστωδών, που χαρακτηρίζεται από την παρουσία κυστικέρκων στους ιστούς και στα όργανα. Στον άνθρωπο προκαλείται από τις νύμφες της ταινίας των χοίρων, της έλμινθας. Η ημιώριμη … Dictionary of Greek
μεταλαμπάδευση — η [μεταλαμπαδεύω] 1. η μετάδοση φωτός από αναμμένη λαμπάδα 2. μτφ. η μετάδοση τής γνώσης, τής σοφίας, τής παιδείας, τού πολιτισμού, η πνευματική διαφώτιση («η μεταλαμπάδευση τού ελληνικού πολιτισμού στη Δύση») … Dictionary of Greek
ομμάτωσις — ὀμμάτωσις, ἡ (ΑΜ) [ομματώ] ανάκτηση τής όρασης αρχ. 1. διαφώτιση, διδασκαλία 2. επίδεσμος για τα μάτια … Dictionary of Greek
φωταγωγία — η, ΝΜΑ [φωταγωγός] πλούσιος φωτισμός, φωταγώγηση, φωτοχυσία (μσν. αρχ.) διαφώτιση τής ψυχής και τού πνεύματος αρχ. (για αστέρα) καθοδήγηση με εκπομπή φωτός … Dictionary of Greek
φωταγωγικός — ή, ό / φωταγωγικός, ή, όν, ΝΜ [φωταγωγός] το ουδ. ως ουσ. τὸ φωταγωγικό(ν) (ενν. τροπάριο) (λειτ.) καθένα από τα συγγενή με τα εξαποστειλάρια μεμονωμένα οκτώ τροπάρια, ένα για κάθε ήχο τής βυζαντινής μουσικής, τα οποία δεν ψάλλονται αλλά… … Dictionary of Greek
Διεθνές Δικαστήριο — Ένα από τα κύρια όργανα που ίδρυσε ο ΟΗΕ για να προωθείται ο ειρηνικός διακανονισμός των διαφορών που ανακύπτουν ανάμεσα στα κράτη μέλη του καθώς και ανάμεσα σε ιδιώτες και κράτη. Η ανάγκη ύπαρξης ενός τέτοιου θεσμού εμφανίστηκε από παλιά, αλλά η … Dictionary of Greek